- ἀβουκόλητος
- ἀβουκόλητος, ον, ([etym.] βουκολέω)A untended: metaph., unheeded, ἀ. τοῦτ’ ἐμῷ φρονήματι A.Supp.929.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αβουκόλητος — ἀβουκόλητος ον (Α) [βουκολῶ] 1. αυτός που δεν βοσκήθηκε ή που δεν φυλάσσεται από βουκόλο 2. μτφ. αφρόντιστος, παραμελημένος … Dictionary of Greek
ἀβουκόλητον — ἀβουκόλητος masc/fem acc sg ἀβουκόλητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)